δίμετρα

δίμετρα
δίμετρος
having two metres
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κόριννα — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ποιήτρια από την Τανάγρα Βοιωτίας. Ήταν σύγχρονη του Πινδάρου, τον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, νίκησε σε ποιητικό αγώνα. Τα ποιήματά της εξέδωσε κάποιος διάδοχος των αλεξανδρινών γραμματικών σε πέντε βιβλία.… …   Dictionary of Greek

  • δίμετρος, -η, -ο — δίμετρος, η, ο, 1. (μετρ.), στίχος που αποτελείται από δύο μέτρα: Το ποίημα γράφτηκε σε ιαμβικά δίμετρα. 2. (μουσ.), αυτός που εκτείνεται σε δύο μουσικά μέτρα: Δίμετρη παύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”